- αναβρυούσα
- ηπηγή που αναβλύζει νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύουσα, μτχ. τού ρ. αναβρύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναβρύουσα — ἀναβρύ̱ουσα , ἀνά βρύω to be full to bursting pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβρύω — (Α ἀναβρύω) αναβλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + βρύω, «τινάζω μπροστά». ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρα, αναβρύζω, αναβρυούσα, αναβρυτήρας, αναβρυτήριος, ανάβρυτος, αναβρυτός] … Dictionary of Greek